μουνόλιθος
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
v. μονόλιθος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονόλιθος.
Greek Monolingual
μουνόλιθος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόλιθος.
German (Pape)
ion. = μονόλιθος.