ἐπιδαψιλεύω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
intr., A abound, be abundant, Ister 43, Hsch. s.v. Συβαριτικοὶ λόγοι: but more commonly, II. Med., ἐπιδαψιλεύομαι = lavish upon a person, bestow freely, τὰς ἑωυτῶν μητέρας καὶ τὰς ἀδελφεὰς ὑμῖν Hdt. 5.20, cf. Ph.1.400; [τὰν δαπάναν] Supp.Epigr.1.327.7 (Callatis, i A.D.); ἐ. τινί τοῦ γέλωτος give him freely of it, X.Cyr.2.2.15: metaph., illustrate more richly, Luc.DMort.30.2. 2. intr., to be lavish, Arist VV1250b25, Ph.2.170; ἔν τινι D.H.Rh.6.2, Luc.Pr.Im.14.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδαψιλεύω)
χορηγώ πλουσιοπάροχα
αρχ.
1. υπάρχω σε αφθονία
2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι
διασαφώ, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].