ἐποποῖ

From LSJ
Revision as of 09:10, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποποῖ Medium diacritics: ἐποποῖ Low diacritics: εποποί Capitals: ΕΠΟΠΟΙ
Transliteration A: epopoî Transliteration B: epopoi Transliteration C: epopoi Beta Code: e)popoi=

English (LSJ)

a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.Av.58.

German (Pape)

[Seite 1008] (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποποῖ: κραυγὴ κατ’ ἀπομίμησιν τῆς φωνῆς τοῦ ἔποπος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 58.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de la huppe.
Étymologie: ἔποψ.

Greek Monolingual

ἐποποῖ (Α) έποψ
κραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῦ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῖ καλεῖν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐποποῖ: κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής του τσαλαπετεινού (ἔποψ), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποποῖ: ἔποψ interj. подражание крику удода Arph.

Middle Liddell


a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.