έτι

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

ἔτι (Α)
επίρρ. I. (χρονικό)
1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ' ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική ακόμη ηλικία
β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.)
2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῦν δ' ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.)
3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι ἔτι», Πλάτ.)
4. (προσθετικώς για το μέλλον) επί πλέον («ἄλγε' ἔδωκεν... ἡδ' ἔτι δώσει», Ομ. Ιλ.)
5. μετά από αυτά, στο μέλλον, στο εξής
6. (με άρνηση) οὐκ ἔτι ή οὐκέτι
όχι πλέον («ἢ οὐ πρὼ ἔτι ἐστίν;», Πλάτ.)
II. (για βαθμίδα)
1. ακόμη, και επί πλέον, ακόμη περισσότερο, προσέτι («ἔτι δέ» — και επί πλέον, Πλάτ.)
2. (με συγκριτ. βαθμό) φρ. «ἔτι μᾶλλον», «ἔτι καὶ μᾶλλον», «ἔτι πλέον» — ακόμη περισσότερο
3. (και με θετ. βαθμό) α) «ἔτι μάλα» — ακόμη περισσότερο
β) «ἔτι τοίνυν τοσόνδε» — άλλο τόσο, Πλάτ.
γ) «ἔτι ἄνω» — ακόμη πιο πάνω (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως αρχ. ινδ. ati, αβεστ. aiti-, λατ. et «και», γοτθ. ip «δε, και», φρυγ. ετι (-τετικμενος), και ανάγεται σε IE eti «επί πλέον, επίσης». Η λ. απαντά και ως β' συνθετικό με προθέσεις και αρνητικά μόρια (πρβλ. εισ-έτι, ουκ-έτι, προσ-έτι κ.λπ.).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εισέτι, εξέτι, μηκέτι, ουκέτι, προσέτι.