φυλακτήριος
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
α, ον, A serving as a protection, τὰ περί τι φ. Pl.Lg.842d, φῠλᾰκ-της, ου, ὁ, one who preserves, τῶν ἰδίων ἐθῶν Ph.2.577 (pl.), sed leg. -τικοί. II = φυλακτήρ, a magistrate at Cumae, Plu.2.291f.
German (Pape)
[Seite 1313] bewachend, beschützend, bewahrend, Plat. Legg. VIII, 842 d.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακτήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς φύλαξιν, τὰ περί τι φ. Πλάτ. Νόμ. 842D.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ φυλακτήρ
1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῖς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον
α) μέσο προστασίας, προφύλαξης από κάτι κακό (α. «τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων μεταλαβεῖν, ἀσφαλὲς φυλακτήριον», Νικ. Ουρ.
β. «ἐν τοῖς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», Πλάτ.)
β) φυλαχτό, περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ μάντις καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῦσα», Λεοντ. Νεαπ.
θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῑκες χρῶνται», Πλούτ.
γ. «φυλακτήρια περίαπτα», Διοσκ.)
3. μικρή λουρίδα με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα επάνω, που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... ἅπερ ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.
β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
οχυρή θέση, προστατευμένη τοποθεσία («ὁ Ἄλος ποταμός, ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ φυλακτήριον μέγα ἐπ' αὐτῷ», Ηρόδ.).
Russian (Dvoretsky)
φῠλακτήριος: несущий охрану (περί τι Plat.).