ὀλιγογονία
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, A production of few offspring, opp. πολυγονία, Pl.Prt.321b.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, das Wenigerzeugen, geringe Nachkommenschaft, Plat. Prot. 321 b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
production ou descendance peu féconde.
Étymologie: ὀλιγόγονος.
Greek Monolingual
ὀλιγογονία, ἡ (Α) ολιγόγονος
(για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγογονία: ἡ, γέννηση λίγων νεοσσών σε κάθε γέννα, λέγεται για ζώα, ακαρπία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγογονία: ἡ малая плодовитость Plat.
Middle Liddell
ὀλῐγογονία, ἡ,
production of few at a birth, Plat. [from ὀλῐγόγονος]