σεμνολογέω

From LSJ
Revision as of 16:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογέω Medium diacritics: σεμνολογέω Low diacritics: σεμνολογέω Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: semnologéō Transliteration B: semnologeō Transliteration C: semnologeo Beta Code: semnologe/w

English (LSJ)

A speak solemnly, use fine phrases, ὡς οὐκ εἰδόσι Aeschin. 2.94; ἀμφί or περί τινος App.Hisp.18, BC1.9; τι περί τινος Luc.Sacr. 5:—also Med. σεμνολογέομαι, talk in solemn phrases, D.19.255; νεανικῶς σ. τι Luc.Am.50; τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ. Plu.Sull. 13.

German (Pape)

[Seite 871] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; ἀμφί τινος, App. Hisp. 18.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογέω: ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, λέγω εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ περί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι περί τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler avec gravité ou avec emphase : σ. τι περί τινος dire qch de qqn en termes graves ou emphatiques ; τινι ὡς dire gravement à qqn que.
Étymologie: σεμνολόγος.

Greek Monotonic

σεμνολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με σοβαρότητα και σεμνότητα, σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., σεμνολογέομαι, μιλώ με σοβαρές, επίσημες φράσεις, μιλώ πανηγυρικά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογέω: тж. med.
1) торжественно говорить Dem.;
2) с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνολογέω [σεμνολόγος] plechtig spreken, hoogdravende taal gebruiken, ook med.. τὰ Μηδικὰ σεμνολογεῖσθαι hoog opgeven van de Perzische oorlogen Plut. Sull. 13.5.

Middle Liddell

σεμνολογέω, fut. -ήσω
to speak gravely and solemnly, Aeschin.:—also as Dep. σεμνολογέομαι, to talk in solemn phrases, Dem. [from σεμνολόγος