ἀποθεόω

From LSJ
Revision as of 12:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθεόω Medium diacritics: ἀποθεόω Low diacritics: αποθεόω Capitals: ΑΠΟΘΕΟΩ
Transliteration A: apotheóō Transliteration B: apotheoō Transliteration C: apotheoo Beta Code: a)poqeo/w

English (LSJ)

A deify, Pteb.5.78 (ii B.C.), Plb.12.23.4, Plu.Num.6, etc.:—Pass., Γανυμήδης . . ἀποθεούμενος Nicol.Com.1.35; μετὰ τὸ ἀποθεωθῆναι CIG2831.7 (Aphrodisias); cf. -θειόω. 2 in magic, drown a sacred animal and thus liberate its divine element, PMag.Berol.1.5, PMag.Lond. 121.629 (Pass.); ἀ. ἱέρακα ἐν ὕδατι Afric. ap. Sch.Tz.H.9.161.

German (Pape)

[Seite 302] vergöttern, Nicol. com. Stob. Floril. 14, 7; Pol. 12, 23 Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθεόω: κάμνω τινὰ θεόν, θεοποιῶ, Πολύβ. 12. 53, 4, Πλούτ., κλ.: ― Παθ., Γανυμήδης… ἀποθεούμενος Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 35· μετὰ τὸ ἀποθεωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2831. 7. ― Ἐπικ. ἀποθειωθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 177. 2) παρὰ Γραμμ. κατ’ εὐφημ. ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα, «ξεπαστρεύω» καὶ κυρίως διὰ πνιγμοῦ.

French (Bailly abrégé)

-εῶ;
diviniser.
Étymologie: ἀπό, θεός.

Spanish (DGE)

1 deificar, divinizar c. ac. de pers. ἀποθεοῦν Ἀλέξανδρον ἐβουλήθη Plb.12.23.4, ἀνθρώπους Plu.2.210d, cf. Num.6, Clem.Al.Prot.10.96, OGI 611.6, en v. pas. Γανυμήδης ... ἀποθεούμενος Nicol.Com.1.35, ἡ Πειθὼ ... διὰ τὴν φιλοσοφίαν ἀπεθεώθη Phld.Rh.1.269.5.
2 en magia ahogar un animal liberando así el elemento divino καὶ λαβὼν ἱέρακα ... ἀποθ[έ] ωσον εἰς γάλα PMag.1.5, cf. 7.629, ἰέρακα ἐν ὔδατι Afric. en Sch.Tz.H.9.154.
3 consagrar ἀπεθέωσα τὴν λάρνακα IGR 3.1480.4 (Iconion III d.C.).

Greek Monotonic

ἀποθεόω: μέλ. -ώσω· αναγορεύω κάποιον θεό, θεοποιώ — Παθ. μτχ. Επικ. αορ. αʹ ἀποθειωθείς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθεόω: обожествлять, боготворить (τινα Polyb., Diod.; τὴν μνήμην τινὸς ταῖς τιμαῖς Plut.).

Middle Liddell


to deify:— Pass., epic aor1 part. ἀποθειωθείς Anth.