παραψυχή
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, A cooling, refreshment, consolation, ἀντὶ πολλῶν E.Hec.280; ἀλγέων π. Id.Or.62; π. βίου Is.2.13; π. κινδύνων Aristid.Or.44(17).12; χαλεπῶν Iamb.Protr.20; π. τῷ πένθει D.60.32 : in plural, παραψυχὰς… φροντίδων ἀνεύρετο ταύτας Timocl.6.4.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, Kühlung, Erquickung, Trost; Eur. Hec. 280; ἔχει τιν' ἀλγέων παραψυχήν, Or. 62; φροντίδων, Timocl. bei Ath. VI, 223 b; βίου, Isae. 2, 13; Dem. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραψῡχή: ἡ, ἀναψυχή, ἀνάψυξις, παραμυθία, ἡ δ᾿ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχὴ Εὐρ. Ἑκ. 280· μετὰ γεν., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 62 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· π. βίου Ἰσαῖ. 19. 17· π. τῷ πένθει Δημ. 1399. 18· ἐν τῷ πληθ., παραψυχὰς ... φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιάζουσαις» 1. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παραψυχή· παραμυθία».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
rafraîchissement ; fig. adoucissement, consolation.
Étymologie: παραψύχω.
Greek Monolingual
και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ
παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῦ πάθους ζητῶν», Γεωπον.
β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' του παραψύχω (πρβλ. ανα-ψυχή, κατα-ψυχή)].
Greek Monotonic
παραψῠχή: ἡ, αναψυχή, αναζωογόνηση, παραμυθία, σε Ευρ.· ἀλγέων παραψυχή, στον ίδ.· παραψυχὴ τῷ πένθει, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παραψῠχή: ἡ досл. охлаждение, перен. утешение, облегчение, утоление, успокоение (ἀλγέων Eur.; βίου Isae.; τῷ πένθει Dem.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραψυχή -ῆς, ἡ [παραψύχω] troost.
Middle Liddell
παραψῠχή, ἡ,
cooling, refreshment, consolation, Eur.; ἀλγέων π. Eur.; π. τῷ πένθει Dem. [from παραψύ¯χω]