εἰσαῦθις
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
A = αὖθις, Ar.Ec.983.
German (Pape)
[Seite 741] auf einandermal, z. B. σκεψόμεθα, διέξιμεν, Plat. Prot. 357 b 361 e; in Zukunft, hernach, οὔτε ἔστι νῦν οὔτ' εἰσαῦθίς ποτ' ἔσται Tim. 68 d. Besser getrennt zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαῦθις: ἀντὶ εἰς αὖθις, μετὰ ταῦτα, ἄλλην φοράν, Πλάτ. Πρωτ. 357Β, κτλ.· ἀντίθετον τῷ αὐτίκα, ὁ δ’ αὐτίκ’ ἡδύς... εἰσαῦθις ἔβλαψ’ Εὐρ. Ἱκ. 415· οἱ μὲν τάχ’, οἱ δ’ εἰσαῦθις, οἱ δ’ ἤδη βροτῶν αὐτόθι 551· εἰσ. ἀναβάλλεσθαι, ὑπερβάλλεσθαι, ἀναβάλλεσθαι εἰς ἄλλην περίστασιν, Πλάτ. Συμπ. 174Ε, Φαῖδρ. 254D.
French (Bailly abrégé)
c. αὖθις.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- E.Supp.551; -τις A.R.2.294, Arcesil.SHell.121.4
• Grafía: tb. separatim
adv.
1 ref. a un momento concreto para más adelante, para otra ocasión οὐχὶ νυνί ... ἀλλ' εἰ. Ar.Ec.983, τὰς μέντοι ἐλπίδας ... εἰ. ἀεὶ ἀνεβάλλετο Luc.Alex.22, cf. Sol.12, adnom. ἡ εἰ. ἐλπίς la esperanza de futuro Attic.3.27, cf. I.AI 17.115
•más adelante, en otro momento futuro εὐτυχοῦσι δὲ οἱ μὲν τάχ', οἱ δ' εἰ., οἱ δ' ἤδη βροτῶν E.l.c., εἰ δεῖ νῦν ἐπισχεῖν ἢ εἰ. Plot.1.3.6, en el discurso o el relato περὶ μὲν τούτων διασαφῆσαι καιρὸς γένοιτ' ἂν καὶ εἰ.· νῦν δὲ ... Arist.de An.417b28, cf. EN 1097b14, τὰ δ' ἄλλα εἰ. ἀκούσῃ, νῦν δέ ... Hld.2.26.3.
2 ref. a un período de tiempo indeterminado en adelante, en el futuro, de ahora en adelante εἰ. οὐ χρήσῃ τοιούτῳ λόγῳ Aeschin.1.123, cf. Olymp.Iob 298.5, ὤμοσεν ... μὴ ... δόμοις ἔτι τάσδε πελάσσαι εἰσαῦτις A.R.2.294, ἔσσεται εἰ. πολλὸν ἀοιδοτέρη Arcesil.l.c., cf. Orác. en JRCil.1.43.1 (imper.), ὅπως οὖν εἰ. τοῦτο μὴ γένοιτο para que esto no volviera a ocurrir Polyaen.1.42.1, cf. 2.36.1, σὲ παρακαλῶ καὶ νῦν καὶ εἰ. Lib.Ep.336.5, ἀνόνητος ἡ εἰ. ἐπικουρία Dsc.Ther.proem.25.
Greek Monolingual
εἰσαῡθις και εἰς αὖθις και ἐσαῡθις (Α)
μετά απ' αυτά.
Greek Monotonic
εἰσαῦθις: αντί εἰς αὖθις, εφεξής, μετέπειτα, κατόπιν, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαῦθις: adv., тж. раздельно
1) в другой раз, впоследствии, потом (ἐπισκεπτέον Arst.): ὁ εἰ. Eur., Arst. ближайший (во времени), предстоящий в ближайшем будущем;
2) до другого раза (ἀναβάλλεσθαι Plat.).
Middle Liddell
for εἰς αὖθις hereafter, afterwards, Eur., Plat.