ἀνήθινος

From LSJ
Revision as of 12:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήθινος Medium diacritics: ἀνήθινος Low diacritics: ανήθινος Capitals: ΑΝΗΘΙΝΟΣ
Transliteration A: anḗthinos Transliteration B: anēthinos Transliteration C: anithinos Beta Code: a)nh/qinos

English (LSJ)

η, ον, A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.

German (Pape)

[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 d'aneth;
2 parfumé d'aneth.
Étymologie: ἄνηθον.

Spanish (DGE)

(ἀνήθῐνος) -η, -ον
• Alolema(s): ἀνήτινος Theoc.7.63
de eneldo στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.CA 1.2.5, Tz.Comm.Ar.1.165.10
sazonado con eneldo οἶνος Dsc.5.65.

Greek Monolingual

ἀνήθινος και ἀνήτινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα).

Greek Monotonic

ἀνήθῐνος: -η, -ον (ἄνηθον), φτιαγμένος από άνηθο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήθῐνος: дор. ἀνήτῐνος 2 сделанный из укропа (στέφανος Theocr.).

Middle Liddell

ἄνηθον
made of anise or dill, Theocr.