Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλαστήμια

From LSJ
Revision as of 16:09, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

η (AM βλασφημία)
ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
νεοελλ.
1. κατάρα
2. βρισιά εναντίον προσώπου
αρχ.
1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῖς βωμοῑς βλασφημίαν πᾶσαν βλασφημεῑ»)
2. δυσφήμηση, συκοφαντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλασφημία < (ρ.) βλασφημώ, το δε νεοελλ. βλαστήμια < (ουσ.) βλασφημία, με ανομοίωση και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα προπαροξύτονα (πρβλ. αγρύπνια < αγρυπνία, ανημπόρια < ανημποριά, στενοχώρια < στενοχωρία κ.ά.)].