βλαστήμια

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

η (AM βλασφημία)
ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
νεοελλ.
1. κατάρα
2. βρισιά εναντίον προσώπου
αρχ.
1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημίαν πᾶσαν βλασφημεῖ»)
2. δυσφήμηση, συκοφαντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλασφημία < (ρ.) βλασφημώ, το δε νεοελλ. βλαστήμια < (ουσ.) βλασφημία, με ανομοίωση και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα προπαροξύτονα (πρβλ. αγρύπνια < αγρυπνία, ανημπόρια < ανημποριά, στενοχώρια < στενοχωρία κ.ά.)].