ετερομερής

From LSJ
Revision as of 06:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἑτερομερής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή
α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα
β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε ομάδα κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος, ο μονόπλευρος («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος», Στοβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερομερές
ο χωρισμός («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυμερής].