εὐποσία

From LSJ
Revision as of 10:37, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποσία Medium diacritics: εὐποσία Low diacritics: ευποσία Capitals: ΕΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: euposía Transliteration B: euposia Transliteration C: efposia Beta Code: eu)posi/a

English (LSJ)

ἡ, abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐ. Judeich Altertümer von Hierapolis 26.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινο-ποσία].