καμινοκαύστης

From LSJ
Revision as of 07:35, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνοκαύστης Medium diacritics: καμινοκαύστης Low diacritics: καμινοκαύστης Capitals: ΚΑΜΙΝΟΚΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kaminokaústēs Transliteration B: kaminokaustēs Transliteration C: kaminokaystis Beta Code: kaminokau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who heats a furnace or oven, Gloss. (fem. κᾰμῑνο-καύστρια Sch.Od.18.27). II κ. γύψου one who burns gypsum in a kiln, BGU952.8 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, Ofenheizer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνοκαύστης: -ου, ὁ, ὁ θερμαίνων κάμινον ἢ κλίβανον, Γλωσσ.· θηλ. καμινοκαύστρια, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 26.

Greek Monolingual

καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α)
1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο
2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + -καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακοκαύστης, νεκροκαύστης.