κλειδάρχης
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ου, ὁ, keeper of the keys, of St. Peter, Porph. Chr. 23.
Greek Monolingual
κλειδάρχης, ὁ (Α)
(για τον άγιο Πέτρο) αυτός που κρατά τα κλειδιά του παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, σχολάρχης].