κελλί

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και κελίν)
ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)
νεοελλ.
1. μικρό δωμάτιο φυλακής
2. καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου συνήθως οι μέλισσες αποθέτουν το μέλι ή αφήνει τα αβγά της η βασίλισσα για εκκόλαψη
νεοελλ.-μσν.
1. δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
2. δωμάτιο ή σπίτι κληρικού
αρχ.
υπερώο, σοφίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. νησίον, τοπίον)].