κυλίσκη
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence Dim. κῠλ-ίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach.459 codd. (A κοτυλίσκιον Ath.11.479b.)
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, Πολυδ. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― ὅθεν β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον ἄλλοτε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, ἔνθα νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.
Greek Monolingual
κυλίσκη, ἡ (Α)
μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ-ιξ + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. στεφανίσκη, χυτρίσκη)].