λαχείο

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

το
1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν δελτίο-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα
2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το οποίο ο κάτοχός του έχει το δικαίωμα να συμμετάσχει στην κλήρωση, αλλά και το ίδιο το υπό κλήρωση αντικείμενο ή χρηματικό ποσό
3. απροσδόκητο κέρδος («μού 'ρθε λαχείο η κληρονομιά»)
4. υπόθεση της οποίας η καλή ή η κακή έκβαση εξαρτάται από την τύχη («ο γάμος είναι λαχείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ-, πρβλ. αόρ. -λαχ-ον του λαγχάνω «λαμβάνω με κλήρο» + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ραφείον). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. loterie, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. λάχειον, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].