λιθολάβος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A instrument for extracting the stone, Gal.14.787.
German (Pape)
[Seite 45] ὁ, ein Instrument, Blasensteine herauszunehmen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθολάβος: ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου ἐκ τῆς κύστεως, Γαλην. 2. 396.
Greek Monolingual
λιθολάβος, ὁ (Α) λιθολαβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -λάβος (< θ. λαβ-, πρβλ. ἔ-λαβ-ον, αόρ. του λαμβάνω), πρβλ. δικολάβος, εργολάβος].