μελάγχλωρος

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχλωρος Medium diacritics: μελάγχλωρος Low diacritics: μελάγχλωρος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΛΩΡΟΣ
Transliteration A: melánchlōros Transliteration B: melanchlōros Transliteration C: melagchloros Beta Code: mela/gxlwros

English (LSJ)

ον, A dark olive-coloured, sallow, v.l. in Hp.Epid.6.2.19, prob. in Arist. Phgn.812a19, cf. Gal.13.460, Vett.Val.111.9, Aret.SD2.1; χροιή ib. 1.5; χολή ib.15.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzgelb od. schwarzbraun, s. v.l. für μελίχλωρος, Plat. Rep. V, 474 e.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχλωρος: -ον, μελανόχλωρος, ὁ ἔχων χρῶμα μελανίζον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1, κτλ.

Greek Monolingual

μελάγχλωρος και μελανόχλωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινοςμελάγχλωρος χολή», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό-χλωρος, μελί-χλωρος)].