μηδαμινός

From LSJ
Revision as of 04:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμῐνός Medium diacritics: μηδαμινός Low diacritics: μηδαμινός Capitals: ΜΗΔΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: mēdaminós Transliteration B: mēdaminos Transliteration C: midaminos Beta Code: mhdamino/s

English (LSJ)

ή, όν, good for nothing, Hsch.s.v. οὐθένεια.

German (Pape)

[Seite 169] nichtig, nichtswürdig, wie οὐτιδανός, οὐδαμινός gebildet, Hesych. erkl. ἄτιμος.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμινός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, μηδενὸς ἄξιος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 6. 529, Ἠσυχ. ἐν λ. οὐθένεια· πρβλ. οὐδαμινός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μηδαμινός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτ-ινός].