χρυσοτόκος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, A laying golden eggs, ὄρνις Aesop.343.
German (Pape)
[Seite 1382] Gold erzeugend, goldene Eier legend, Aesop. fab.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτόκος: -ον, ἐπὶ ὄρνιθος, ἡ τίκτουσα χρυσᾶ ᾠά, Αἰσώπου Μῦθοι 136, ἔκδ. Κοραῆ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pond des œufs d’or.
Étymologie: χρυσός, τίκτω.
Greek Monolingual
-ο / χρυσοτόκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γεννάει χρυσά αβγά («χρυσοτόκος ὄρνις», Αίσωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), ταχυτόκος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοτόκος: кладущая золотые яйца Aesop.