ἤμορος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ἤμορον, = ἄμοιρος, Hsch., Phot.:—fem. ἠμορίς, ίδος, A.Fr. 165: ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν, Hsch. (ἤμορος Ion. form = Aeol. ἄμμορος (q.v.).)
German (Pape)
[Seite 1171] VLL. = ἄμοιρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἤμορος: -ον, = ἄμοιρος, Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.
Greek Monolingual
ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)
αμέτοχος, άμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος
άμοιρος, το θηλ. ημορίς
κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζεν
άμοιρον εποίησεν].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ἄμοιρος; from there ἠμορίς κενή, ἐστερημένη. Αἰσχύλος Νιόβῃ (Fr. 165); ἠμόριξεν ἄμοιρον ἐποίησεν H.
Origin: IE [Indo-European] [969] *smer- remember, receive as share
Etymology: IA from *ἄ-σμορος and identical with Hom. (Aeol.) ἄ-μμορος; s. μείρομαι (μόρος, μοῖρα) and κάμμορος. - Schwyzer 310; s. also Schulze Herm. 28, 25 (= Kl. Schr. 401).
Frisk Etymology German
ἤμορος: {ḗmoros}
Meaning: ἄμοιρος; davon ἠμορίς· κενή, ἐστερημένη. Αἰσχύλος Νιόβῃ (Fr. 165); ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν H.
Etymology : Ion. att. aus *ἄσμορος und mit hom. (äol.) ἄμμορος identisch; s. zu μείρομαι (μόρος, μοῖρα) und κάμμορος. — Schwyzer 310; vgl. noch Schulze Herm. 28, 25 (= Kl. Schr. 401).
Page 1,637