ἰσόσταθμος
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
English (LSJ)
ον, equal in weight, Dsc.1.44, Orib.Fr.106, App.Sic.3; even, σφυγμός [Gal.]19.641; gloss on σύσταθμος, ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, Ptol.Tetr.98.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich wiegend, gleich schwer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσταθμος: -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· ἴσος, κανονικός, σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμα (Α ἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].