ἡμιπέλεκκον

From LSJ
Revision as of 10:16, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπέλεκκον Medium diacritics: ἡμιπέλεκκον Low diacritics: ημιπέλεκκον Capitals: ΗΜΙΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: hēmipélekkon Transliteration B: hēmipelekkon Transliteration C: imipelekkon Beta Code: h(mipe/lekkon

English (LSJ)

τό, A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.

German (Pape)

[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.

English (Autenrieth)

(πέλεκυς): half-axe, one-edged axe. (Il.)

Greek Monolingual

ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α)
μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ' ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφιπέλεκκον.

Greek Monotonic

ἡμιπέλεκκον: (διπλό κ, χάριν του μέτρου), τό (πέλεκυς), μισό τσεκούρι, μισός πέλεκυς, δηλ. το τσεκούρι που έχει μία κόψη, ο μονόστομος πέλεκυς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐπέλεκκον: τό полусекира, т. е. боевая секира с односторонним лезвием Hom.

Middle Liddell

[κ doubled metri grat.]
a half-axe, i. e. a one-edged axe, Il.