ἁρμελάτης
English (LSJ)
[λᾰ], ου, ὁ, = ἁρμελατήρ (charioteer), Orac. ap. Eun.Hist.p.229D. 2 name of a bandage, Gal.12.497 Chart.
German (Pape)
[Seite 355] ὁ, Wagenlenker, Welcker syllable ep. 212.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμελάτης: -ου, ὁ, = ἁρματηλάτης, Welcker Συλλ. Ἐπιγρ. 212· ὡσαύτως, ἁρμελᾰτήρ, ῆρος, ὁ, Ἐπῖγράμμ. Ἑλλ. 618. 1.
Translations
Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி