μηχανεύομαι

From LSJ
Revision as of 04:32, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνεύομαι Medium diacritics: μηχανεύομαι Low diacritics: μηχανεύομαι Capitals: ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mēchaneúomai Transliteration B: mēchaneuomai Transliteration C: michaneyomai Beta Code: mhxaneu/omai

English (LSJ)

= μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v.l. ib.3 Ma.6.22.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνεύομαι: Xen. v.l. = μηχανάω.