διασπλεκόω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
strengthened for σπλεκόω, Ar.Pl.1082.
Spanish (DGE)
follar en v. pas. οὐκ ἂν διαλεχθείην διεσπλεκωμένῃ ὑπὸ μυρίων τε τῶνδε καὶ τρισχιλίων no me relacionaría yo con una a la que han follado estas trece mil personas Ar.Pl.1082, χαίρουσι ... βινούμενοι τε καὶ διεσπλεκωμένοι Ps.Archil.Fr.291.4, cf. Hdn.Gr.1.435.
German (Pape)
[Seite 603] = simpl.; διεσπλεκωμένη ὑπὸ μυρίων ἐτῶν Ar. Plut. 1082, alte v.l. διεσπεκλωμένη, f. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
διασπλεκόω: ἐπιτεταμ. σπλεκόω, Ἀριστοφ. Πλ. 1082.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. fém. διεσπλεκωμένη;
épuiser de débauche.
Étymologie: διά, σπλεκόω.
Russian (Dvoretsky)
διασπλεκόω: и δια-σποδέω Arph. = βινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σπλεκόω, seks. het met iem. ( acc. ) doen; alleen ptc. perf. pass. f. subst.: διεσπλεκωμένη ὑπὸ μυρίων ἐτῶν γε καὶ τρισχιλίων een vrouw met wie alle dertienduizend makkers hier het gedaan hebben Aristoph. Pl. 1082.