παλιμβουλία

From LSJ
Revision as of 18:05, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβουλία Medium diacritics: παλιμβουλία Low diacritics: παλιμβουλία Capitals: ΠΑΛΙΜΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: palimboulía Transliteration B: palimboulia Transliteration C: palimvoulia Beta Code: palimbouli/a

English (LSJ)

A f.l. for -βολία, Adam.2.24:

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, Aenderung des Entschlusses, v.l. für παλιμβολία.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμβουλία: -βουλος, ἡμαρτημ. γραφαὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τῶν: παλιμνολία, -βολος, οἷον ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 250, ἐν Σχολ. εἰς Θουκ. 3. 37, Εὐστ. 375. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 190.

Greek Monolingual

η (Α παλιμβουλία παλίμβουλος
η συνεχής αλλαγή της γνώμης, η αστάθεια της γνώμης.