ραφανίδα

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ
1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη του οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος
2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος του φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].