δεκάρχης

From LSJ
Revision as of 10:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάρχης Medium diacritics: δεκάρχης Low diacritics: δεκάρχης Capitals: ΔΕΚΑΡΧΗΣ
Transliteration A: dekárchēs Transliteration B: dekarchēs Transliteration C: dekarchis Beta Code: deka/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A = δεκαδάρχης, decurion, Hdt.7.81; = Lat. decurio (in form δέκαρχος), Arr.Alan.22, D.C.71.27. II = Lat. decemvir, f.l. in D.H.2.14.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ milit., en el ejército persa decarca, oficial al mando de diez hombres, decurión Hdt.7.81, cf. Hld.9.10.3
en el ejército romano, D.H.2.14 (var., cf. δεκάδαρχος), cf. Gloss.58.47P.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, Anführer von zehn Mann, Her. 7, 81. S. δέκαρχος, δεκάδαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάρχης: -ου, ὁ, = δεκαδάρχης, δεκανεύς, Ἡρόδ. 7. 81. ΙΙ. ὁ Ρωμαῖος decemvir, Διον. Ἁλ. 2. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 commandant de dix hommes, décurion;
2 à Rome décemvir.
Étymologie: δέκα, ἄρχω.

Greek Monolingual

ο (AM δεκάρχης)
ο επικεφαλής δέκα ανδρών
νεοελλ.
βαθμοφόρος του σώματος της τελωνοφυλακής
αρχ.
(λατ. decemvir) ένας από το σώμα τών δεκάνδρων.

Greek Monotonic

δεκάρχης: -ου, ὁ, = δεκαδάρχης, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάρχης -ου, ὁ [δέκα, ἄρχω] commandant over tien man (decurion).

Russian (Dvoretsky)

δεκάρχης: ου ὁ Her. = δεκάδαρχος.

Middle Liddell

= δεκαδάρχης, Hdt.]