ἔννεον
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
Ep. for ἔνεον, impf. of νέω swim, Il.21.11 (v.l. νήχοντ').
Greek (Liddell-Scott)
ἔννεον: Ἐπ. ἀντὶ ἔνεον, παρατ. τοῦ νέω, κολυμβῶ, Ἰλ. Φ. 11.
French (Bailly abrégé)
impf. épq. de νέω², nager.
English (Autenrieth)
see νέω.
Spanish (DGE)
v. νέω.
Greek Monotonic
ἔννεον: Επικ. αντί ἔνεον, παρατ. του νέω, κολυμπώ, πλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἔννεον: эп. (= ἔνεον) impf. к νέω II.