ἐγκείρω
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
in pf. part. Pass., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ with A shorn head, E. El.108 (v.l. ἐν κεκ.).
German (Pape)
[Seite 707] nur ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ, mit kahlgeschornem Haupte, Eur. El. 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκείρω: μόνον ἅπαξ ἐν τῇ μετοχ. παθ. πρκμ., ἐγκεκαρμένῳ κάρα, μὲ κεκαρμένην κεφαλήν, Εὐρ. Ἠλ. 108· ἴδε Schäf. Mel. σ. 78.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐγκείρω (Α)
κουρεύω («ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ»).
Greek Monotonic
ἐγκείρω: μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ, με κουρεμένο κεφάλι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκείρω: коротко стричь: ἐγκεκαρμένῳ (v.l. ἐν и ἐπὶ κεκαρμένῳ) κάρᾳ Eur. на коротко остриженной голове.
Middle Liddell
only in perf. pass. part., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ with shorn head, Eur.