ἀκόλλητος

From LSJ
Revision as of 21:08, 29 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλλητος Medium diacritics: ἀκόλλητος Low diacritics: ακόλλητος Capitals: ΑΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akóllētos Transliteration B: akollētos Transliteration C: akollitos Beta Code: a)ko/llhtos

English (LSJ)

ον, A not cemented or not glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, not healed up, of wounds, Id.18(2).802. 2 incapable of being compacted, D.H. Comp.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.

Spanish (DGE)

-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῑα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].