καθυφαίνω
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
interweave, weave in, LXXEx.28.17:—Med., aor. 1 part. καθυφηνάμενος Lyr.Alex.Adesp.10.15:—Pass., καθυφαίνομαι = to be inwoven, LXXJu.10.21.
German (Pape)
[Seite 1290] einweben, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
καθυφαίνω: ἐνυφαίνω, συνυφαίνω, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΗ΄, 17)· - Παθ., εἶμαι ἐνυφασμένος, αὐτόθι (Ἰουδὴθ Κ΄, 21)· χρυσῷ καὶ ἄνθεσι Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 7.
Greek Monolingual
καθυφαίνω (AM)
ενυφαίνω, παρεμβάλλω, υφαίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
μσν.
συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑφαίνω.