παρασχίζω

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασχίζω Medium diacritics: παρασχίζω Low diacritics: παρασχίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: paraschízō Transliteration B: paraschizō Transliteration C: paraschizo Beta Code: parasxi/zw

English (LSJ)

rip up lengthwise, slit up, lacerate, rip, split, π. παρὰ τὴν λαπάρην Hdt.2.86; open fish, Alex.133.4 :—Pass., τὸ παρεσχισμένον σῶμα D.S.1.91; ἱμάτια παρεσχισμένα παρὰ μῆκος Polyaen. 6.49.

German (Pape)

[Seite 501] daneben, an der Seite spalten, hauen, aufschlitzen; λίθῳ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην, Her. 2, 86; bes. von Fischen, Epicharm. bei Ath. VII, 309 f, vgl. Alexis ib. 322 d; Sp., wie Ael. H. A. 17, 31, τῶν ὀΐων παρασχίσαντες τὴν πλευράν.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχίζω: σχίζω κατὰ μῆκος, παρ. παρὰ τὴν λαπάρην Ἡρόδ. 2. 86· ἀνοίγω ἰχθύν, σχίζω τὴν κοιλίαν του, Ἐπίχ. 82. 5. Ahr., Ἄλεξ. ἐν «Λευκ.» 1· π. τὸ σῶμα Διόδ. 1. 91. - Μέσ., π. ἱμάτια παρὰ μῆκος Πολύαιν. 6. 49.

French (Bailly abrégé)

1 fendre sur le côté;
2 faire une incision auprès de, acc..
Étymologie: παρά, σχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῦ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ.
β. «ἱμάτια κατά μήκος παρασχιζόμενα», Πολύαιν.).

Greek Monotonic

παρασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω κατά μήκος, ξεσχίζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρασχίζω: рассекать, разрезывать сбоку (παρὰ τὴν λαπάρην Her.; τὸ σῶμα Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σχίζω (aan de zijkant) opensnijden.

Middle Liddell

fut. σω
to rip up lengthwise, slit up, Hdt.