κραδοφάγος
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
[φᾰ], ον, eating the young branches of the fig tree, and as substantive, = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).
Greek Monolingual
κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κραδοφάγος
κραδοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. ἔ-φαγ-ον)].