προσηλώνω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Greek Monolingual
προσηλῶ, προσηλόω, ΝΜΑ
1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.
β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.
γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.)
2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και αποκλειστικά κάπου ή σε κάτι (α. «προσήλωσε το βλέμμα της επάνω του με απορία» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. μέσ. προσηλώνομαι και προσηλοῦμαι, -όομαι
προσέχω εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε κάτι, απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το τέλος έμεινε προσηλωμένος στο καθήκον του» β. «προσηλωμένος στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.
γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν πλάστιγγα τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)
μσν.-αρχ.
1. καρφώνω σε σταυρό, σταυρώνω
2. καρφώνω σε σανίδα
3. φράζω τελείως καρφώνοντας σανίδες («τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἡλῶ, -όω (< ἧλος «καρφί»)].