γλυφή
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ἡ,
A carving: carved work, D.S.5.44, CPHerm.127 (iii A. D.); γ. τῇ σφραγῖδι ποιεῖν its emblem, device, Plu.2.985b, cf. Iamb.Protr.21.κγ; Δημητρίου γ. the work of Demetrius, under a carving, IG5(1).540 (Mistrá), cf. CIG4558 (Acre).
II hole cut in a beam, Anon. ap. Suid. v. καινοπρεπές.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠφή: ἡ, τὸ γλύφειν, σκαλίζειν, καὶ αὐτὸ τὸ γεγλυμμένον, τὸ γλύμμα, Διόδ. 5. 44· γλ. τῇ σφραγῖδι, τὸ ἔμβλημα αὐτῆς, ἡ ἐπ’ αὐτῆς παράστασις, Πλούτ. 2. 985Β· Δημητρίου γλ., ἐργασία τοῦ Δημ., ὑπό τινα γλυφήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1409, πρβλ. 4558. ΙΙ. ὀπὴ ἀνεῳγμένη διὰ σμίλης, παρὰ Σουΐδ. (καινοπρεπές).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
ciselure, gravure.
Étymologie: γλύφω.
Spanish (DGE)
(γλῠφή) -ῆς, ἡ
1 grabado, talla de madera, Call.Fr.202.27 (cj.), D.S.5.44, D.Chr.7.117, 12.44, 1.78, μέλαθρον σὺν γλυφῇ SB 10299.117 (III d.C.)
•inscripción o grabado γ. τῶν στοιχείων Gr.Nyss.Pss.160.19, γλυφαῖσιν εἵδρυσεν τάφον ISmyrna 544d.1 (III d.C.), ὅθεν ἐποιήσατο γλυφὴν τῇ σφραγῖδι Plu.2.985b, cf. Iambl.Protr.21, CIG 4558.4 (Palestina)
•escultura, talla ἀγαλμάτων γ. IAE 52B.17 (III a.C.), γλυφὴ καὶ ζωγραφία τοῦ στύλου la escultura y la pintura de la columna, ISyène 13.8 (II d.C.), cf. Ph.1.666, Δημητρίου γ. obra escultórica de Demetrio, IG 5(1).540.11 (Laconia III d.C.).
2 incisión hecha con un cincel, Anon. en Sud.s.u. καινοπρεπές, en cirugía, Paul.Aeg.6.117.4.
Greek Monolingual
η (AM γλυφή) γλύφω
1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση
2. (για σφραγίδα) έμβλημα·
Russian (Dvoretsky)
γλῠφή: ἡ резное изображение, резьба Plut., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυφή -ῆς, ἡ γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring).