δεσμωτήριον

Revision as of 10:58, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

τό, prison, Th.6.60, Pl.Grg.486a, D.9.60, etc.; δεσμωτήριον ἀνδρῶν Hdt.3.23: pl., = Lat. ergastula, Plu.TG8.

German (Pape)

[Seite 551] τό, das Gefängniß, ἀνδρῶν Her. 3, 23; Thuc. 6, 60; Andoc. 1, 48 u. A.; εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Plat. Gorg. 486 a; εἰσάγειν Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμωτήριον: τό, εἱρκτή, φυλακή, Θουκ. 6. 60, Πλάτ., κ. ἀλλ.· δ. ἀνδρῶν Ἡρόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prison.
Étymologie: δεσμόω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
prisión, cárcel πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν Rhamnonte 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.Sent.Vat.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν Apoph.Patr.Sys.2.35.38.

English (Strong)

from a derivative of δεσμόν (equivalent to δεσμέω); a place of bondage, i.e. a dungeon: prison.

English (Thayer)

δεσμωτηρίου, τό, a prison, jail: Herodotus), Thucydides, Plato, Demosthenes, others.)

Greek Monotonic

δεσμωτήριον: τό (δεσμόω), φυλακή, ειρκτή, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεσμωτήριον: τό темница, тюрьма Her., Thuc., Plat., Arst., Dem., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσμωτήριον -ου, τό [δεσμός] gevangenis.

Middle Liddell

δεσμόω
a prison, Hdt., Thuc.

Greek Monolingual

το (AM δεσμωτήριον)
νεοελλ.
κρατητήριο, χώρος προσωρινού περιορισμού υποδίκου
αρχ.-μσν.
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης.

Chinese

原文音譯:desmwt»rion 得士摩-帖里按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:捆綁(處) 相當於: (סׄהַר‎)
字義溯源:囚禁的地方,監,監牢,監獄;源自(δεσμός)=鎖鏈);而 (δεσμός)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(4);太(1);徒(3)
譯字彙編
1) 監牢(3) 徒5:21; 徒5:23; 徒16:26;
2) 監(1) 太11:2

English (Woodhouse)

prison, place of custody