φωλεία
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
or φωλία, ἡ, A life in a hole or life in a cave, of the hibernation of bears, Arist.HA600b18, Thphr.Od.63 (pl.), Ael.NA6.3; τὸ πάθος ὃ καλοῦσι φ. Plu.2.971d. 2 of fishes, Thphr.Fr.171.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, Aufenthalt oder Leben in einer Höhle, bes. der Winterschlaf der Bären u. Dachse in Höhlen, Arist. H. A. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
φωλεία: ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ νάρκη τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ πάχυνσις αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς νόσος, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D (ἔνθα κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, αὐτόθι 176.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 habitation dans une caverne, dans une tanière;
2 sorte de maladie des ours.
Étymologie: φωλεύω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πιθ. άλλος τ. φωλία Α φωλεύω
(για ζώα) διαμονή μέσα στη φωλιά σε κατάσταση νάρκης, η χειμέρια νάρκη.
Russian (Dvoretsky)
φωλεία: ἡ пребывание в пещере, жизнь в берлоге Arst.