εὔκληρος

From LSJ
Revision as of 15:39, 29 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκληρος Medium diacritics: εὔκληρος Low diacritics: εύκληρος Capitals: ΕΥΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: eúklēros Transliteration B: euklēros Transliteration C: eykliros Beta Code: eu)/klhros

English (LSJ)

Dor. εὐκλαρος, ον, fortunate, LXX De.4.20, APl.4.296 (Antip.), Ael. Fr.288: euphemism of the dead, BGU1209.5 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1075] ein gutes Loos habend, glücklich, Poll. 3, 109; ἐΰκλαρον Σαλαμῖνα Antp. 45 (Plan. 296).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκληρος: -ον, τυχηρός, εὐτυχής, Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. δύσκληρος. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει : «εὐεπίτευκτος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, κλῆρος.

Greek Monolingual

εὔκληρος, -ον (ΑΜ) (Α δωρ. τ. εὔκλαρος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μοίρα, ο ευτυχής, ο τυχερός
2. (κατά τον Φώτιο) «εὐεπίτευκτος»
αρχ.
(κατ' ευφημισμό για νεκρούς) ο μακαρίτης («ὁ εὔκληρος ἀδελφός σου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλήρος].

Greek Monotonic

εὔκληρος: -ον, τυχερός, ευτυχισμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κληρος, ον
fortunate, happy, Anth.