ἀδόξαστος
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ον, A unexpected, S.Fr.223. 2 not matter of opinion, i.e. certain, Pl.Phd.84a. II Stoic, free from δόξα, not opining, Aristo Stoic.1.78, Pers.ib.102; refusing to form opinions, Timo ap. Aristocl. ap. Eus.PE14.18. Adv. -τως, opp. δογματικῶς, S.E.P.1.15, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόξαστος: -ον, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, ἤτοι τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = βέβαιος, Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων μετὰ βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην ἐσπευσμένως, Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. δόξα. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où il n’y a pas à se faire une opinion, càd certain;
2 qui ne se fait pas d’illusion.
Étymologie: ἀ, δοξάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I inesperado s. cont., S.Fr.223.
II 1[[libre de la δόξα u opinión]], que conoce con absoluta certidumbre Plu.2.1058b
•subst. τὸ ἀ. [[lo que está por encima de la δόξα u opinión]], lo incuestionable ψυχὴ ἀνδρὸς φιλοσόφου ... τὸ ἀ. θεωμένη Pl.Phd.84a.
2 que no forma opiniones Timo PPF A 2.3, cf. Eus.PE 14.18.17.
III adv. -ως de manera no dogmática τὸ πάθος ἀπαγγέλλει τὸ ἑαυτοῦ ἀ. S.E.P.1.15, ἀ. βιοῦμεν S.E.P.1.23.
Greek Monotonic
ἀδόξαστος: -ον (δοξάζω), αυτός που δεν υπόκειται στην υποκειμενική άποψη κάποιου αλλά βασίζεται στην επιστήμη, δηλ. βέβαιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδόξαστος:
1) не являющийся предметом (простого) мнения, не мнимый, т. е. достоверный, непреложный Plat.;
2) основывающийся не на мнениях, т. е. достоверно знающий Plut., Diog. L.;
3) неожиданный Soph.