ἐπώδυνος

From LSJ
Revision as of 20:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπώδῠνος Medium diacritics: ἐπώδυνος Low diacritics: επώδυνος Capitals: ΕΠΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: epṓdynos Transliteration B: epōdynos Transliteration C: epodynos Beta Code: e)pw/dunos

English (LSJ)

ονA, (ὀδύνη) painful, Hp.VM22, Prog.7; τραύματα Ar.Ach.1205 (lyr.); ζωή Ph.2.579; δάκρυα Plu.2.114c : irreg. Comp. -νέστερος Hp.Art.49. Adv. -νως Id.Epid.1.26.γ', Ph.1.136.

German (Pape)

[Seite 1015] schmerzlich, schmerzhaft, Hippocr.; τραύματα Ar. Ach. 1203; ἕλκος Nic.; – δάκρυα ἐπώδυνα, durch Schmerzen verursachte Thränen, Plut. consol. ad Apoll. p. 349; – Hippocr. hat das adv. ἐπωδύνως u. den compar. ἐπωδυνέστερον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) πλήρης ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui cause de la douleur, douloureux;
2 causé par la douleur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύνη.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπώδυνος, -ον)
οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα
οδύνες, θλίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπώδῠνος:
1) болезненный, мучительный (τραύματα Arph.);
2) вызванный страданием (δάκρυα Plut.).