παμμάχος

From LSJ
Revision as of 07:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.

Greek (Liddell-Scott)

παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.

Greek Monotonic

παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

παμμάχος: или πάμμᾰχος
1) готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым (θράσος Aesch.): κομιδῇ π. Plat. абсолютно всесторонний боец;
2) ожесточенный (ἀγών Plut.).

Middle Liddell

πᾰμ-μάχος, ον, μάχομαι
fighting with all, Aesch.: esp. = παγκρατιαστής, ready for every kind of contest, Plat., Theocr.