ῥυτίς

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτίς Medium diacritics: ῥυτίς Low diacritics: ρυτίς Capitals: ΡΥΤΙΣ
Transliteration A: rhytís Transliteration B: rhytis Transliteration C: rytis Beta Code: r(uti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Aeol. βρυτίς (q.v.), pucker, wrinkle, Ar.Pl.1051, Pl. Smp.190e, 191a.

German (Pape)

[Seite 854] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔκκαιρος μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίς: -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κυρίως τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας αὐτόθι 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε ῥύομαι)· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli de la peau, ride.
Étymologie: ῥύομαι.

English (Strong)

from ῥύομαι; a fold (as drawing together), i.e. a wrinkle (especially on the face): wrinkle.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. ρυτίδα.
-εως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ῥύσις.

Greek Monotonic

ῥῠτίς: -ίδος, ἡ (ῥύω=ἐρύω), ζάρα ή ρυτίδα, ζάρωμα στο πρόσωπο, πτύχωση, ζαρωματιά, Λατ. ruga, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) складка кожи, морщина Arph., Plat., Plut., Anth.;
2) (физический), недостаток, порок, (μὴ ἔχων σπίλον ἢ ῥυτίδα NT).

Middle Liddell

ῥῠτίς, ίδος, ἡ, [ῥύω, ἐρύω
a fold or pucker in the face, a wrinkle, Lat. ruga, Ar., Plat.

Chinese

原文音譯:?ut⋯j 呂提士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:運輸
字義溯源:摺,皺紋,缺點;源自(ῥύομαι)=衝進或拉出),而 (ῥύομαι)出自(ῥέω)*=湧流)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 皺紋(1) 弗5:27

English (Woodhouse)

wrinkle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)