ὁδάω
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
(ὁδός) export and sell : generally, sell, βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις E.Cyc.98; ὅδησον ἡμῖν σῖτον ib.133:—Pass., to be carried away and sold, ὡς ὁδηθείης μακράν ib.12 :—also ὁδεῖν· πωλεῖν, Hsch.—Cf. ἐξοδάω.
German (Pape)
[Seite 291] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν σῖτον Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch ὁδέω, durch πωλέω es erklärend.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδάω: (ὁδὸς) ἐξάγω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης μακράν, «πραθείης» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. ἐξοδάω. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς ἔμπορος, ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ πόρος).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 transporter pour vendre;
2 vendre.
Étymologie: ὁδός.
Greek Monotonic
ὁδάω: αόρ. αʹ ὥδησα, Παθ. ὡδήθην (ὁδός),· πηγαίνω κάτι στην αγορά για πούλημα, γενικά, πουλώ στην αγορά, σε Ευρ.· Παθ., εξάγομαι και πουλιέμαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδάω: (только imper. aor. ὅδησον, inf. aor. ὁδῆσαι и aor. opt. pass. ὁδηθείην)
1) увозить (τινὰ μακράν Eur.);
2) везти на продажу, продавать (βοράν, σῖτόν τινι Eur.).
Middle Liddell
ὁδάω, ὁδός
to export and sell; generally, to sell, Eur.:—Pass. to be carried away and sold, Eur.