θεμερῶπις

From LSJ
Revision as of 23:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμερῶπις Medium diacritics: θεμερῶπις Low diacritics: θεμερώπις Capitals: ΘΕΜΕΡΩΠΙΣ
Transliteration A: themerō̂pis Transliteration B: themerōpis Transliteration C: themeropis Beta Code: qemerw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, grave and sedate of look, Ἁρμονίη Emp.122.2; θ. αἰδώς A.Pr.134 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1194] ιδος, ehrwürdiges Angesichts, ernst; ἁρμονίη Empedocl. 12; αἰδώς Aesch. Prom. 134.

Greek (Liddell-Scott)

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ σεμνὴν ὄψιν ἔχουσα, Ἁρμονίη Ἐμπεδ. 23· θ. αἰδώς Αἰσχύλ. Πρ. 134, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πρβλ. θεμερός.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui a l’air posé, l’aspect grave ; réservé, timide.
Étymologie: θέμερος, ὤψ.

Greek Monolingual

θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμαθεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βοώπις, γλαυκώπις].

Greek Monotonic

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ (ὦψ), με σεμνή και σοβαρή έκφραση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεμερῶπις: ιδος adj. f
1) серьезный, спокойный, уравновешенный, медлительно-важный (ἁρμονίη Emped.);
2) благоговейный, тихий, кроткий (αἰδώς Aesch.).

Middle Liddell

θεμερ-ῶπις, ιδος [ὦψ]
of grave and serious aspect, Aesch.